- ἔστεψαν
- στέφωput roundaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Τίρνοβο — Πόλη της Βουλγαρίας, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας, χτισμένη στις όχθες του παραπόταμου του Δούναβη Ιάντρα (28.500 κάτ.). Απέναντι από την πόλη υψώνεται ένας δασώδης λόφος. Στο Τ. υπάρχει ναός του Aγίου Δημητρίου. Σε αυτόν έστεψαν τους πρώτους… … Dictionary of Greek
στέφω — έστεψα, στέφθηκα, εστεμμένος 1. βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, περιβάλλω με στεφάνι: Έστεψαν τις προτομές των ηρώων. 2. εγκαθιστώ κάποιον στο θρόνο, θέτω το στέμμα: Στέφθηκε από τον πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 3. θέτω το γαμήλιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)